top of page

Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΓΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΘΕΪΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ

Στην Ιλιάδα. ο ιερέας Χρύσης ήταν πατέρας της Χρυσηίδας η οποία μαζί με την ανιψιά του Βρισηίδα αιχμαλωτίστηκαν και δόθηκαν ως τιμητικά δώρα η μεν Χρυσηίδα στον αρχιστράτηγο των Αχαιών Αγαμέμνονα, η δε Βρισηίδα στο πρωτοπαλίκαρο των Αχαιών Αχιλλέα. Το δέκατο έτος του πολέμου, οπότε και αρχίζει η Ιλιάδα,ο Χρύσης πηγαίνει στο αχαϊκό στρατόπεδο, για να συναντήσει τον Αγαμέμνονα και να τον ικετεύσει να του δώσει πίσω την κόρη του με αντάλλαγμα πολλά λύτρα.

Η προσευχή του Χρύση


Και ενώ ο στρατός αποφασίζει να σεβαστεί τον ιερέα και να δεχτεί τα λύτρα, ο Αγαμέμνονας του φέρεται προσβλητικά και τον διώχνει. Απελπισμένος ο Χρύσης ικετεύει τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Αχαιούς . Ο Απόλλωνας ανταποκρίνεται και ρίχνει αρρώστιες στα ζώα και τους ανθρώπους. Στην συνέλευση που ακολουθεί στο ελληνικό στρατόπεδο, ο μάντης Κάλχας φανερώνει την αιτία του θυμού του θεού και λέει πως θα μπορούσαν να εξευμενίσουν τον θεό με θυσίες και με την επιστροφή της κόρης στον πατέρα της. Ο Οδυσσέας αναλαμβάνει να επιστρέψει την Χρυσηίδα στον Χρύση μαζί με εκατό βόδια για θυσία, οπότε ο Χρύσης σε ανταπόδοση προσεύχεται στον Απόλλωνα να άρει την τιμωρία του. Μετά την επιτέλεση των θυσιών, ακολουθούν οι παρακάτω στίχοι που αποτελούν και την πρώτη περιγραφή γεύματος στην παγκόσμια λογοτεχνία (Kelli C. Rudolp : Taste and the Ancient Senses)


Ιλιάδα, Ραψωδία Α – στ. 457 - 469

Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του. Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι, των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν, τα μεριά* κόψαν, με διπλό κνισάρι** τα σκεπάσαν κι επάνω τους ωμά βάλαν κομμάτια και στες σχίζες*** λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα ᾽καιεν ο γέρος και τα πεντόσουβλα σιμά τ᾽ αγόρια τού κρατούσαν· και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα τα πέρασαν στες σούβλες, και αφού με τέχνην τα ᾽ψησαν, απ᾽ την φωτιά τα επήραν και άμ᾽ απ᾽ τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα, ετρώγαν κι όλ᾽ ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι· και άμα εφάγαν κι έπϊαν όσ᾽ ήθελε η ψυχή τους, ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ᾽ αγόρια στους κρατήρες κι έδωκαν σ᾽ όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια, κι εξιλεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ᾽ αγόρια και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του·

*μεριά: οι μηροί, τα μπούτια του ζώου **κνισάρι: ο λιπώδης υμένας, η μπόλια του ζώου που παράγει την κνίσα, την λιπώδη μυρωδιά που αφιερωνόταν στους θεούς κατά τη θυσία ***σχίζες: κομματάκια από κόκκαλο που έχει σχιστεί, με αιχμηρές άκρες

4 views0 comments
Post: Blog2_Post
bottom of page